- σαπρώς
- Αεπιρρ. βλ. σαπρός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σαπρῶς — σαπρός rotten adverbial σαπρόω pres ind act 2nd sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαπρός — ή, ό / σαπρός, ά, όν, ΝΜΑ 1. αυτός που έχει υποστεί αποσύνθεση, σήψη, σάπιος (α. «σαπρά μήλα» β. «σαπραὶ ἐλαῑαι», Θεόφρ.) 2. (για πρόσ.) εξασθενημένος, εξαντλημένος σωματικά («γέρων ὤν καὶ σαπρός», Αριστοφ.) νεοελλ. μτφ. ηθικά αποσυντεθειμένος,… … Dictionary of Greek